- κυτταροπενία
- και κυτοπενία, ηιατρ. ελάττωση τής ποσότητας τών στοιχείων μιας κυτταρικής γενεάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytopenia < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -penia < νεολατ. -penia < πενία. Ο τ. κυτοπενία είναι αντιδάνεια λ.].
Dictionary of Greek. 2013.